πυκνογραμμένος

πυκνογραμμένος
η , ο густо, убористо исписанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πυκνογραμμένος" в других словарях:

  • πυκνογραμμένος — η, ο, Ν γραμμένος πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις συλλαβές ή στις λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + γραμμένος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνογραμμένος — η, ο ο πυκνά γραμμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»